κατάφοβος

κατάφοβος
κατάφοβ-ος, ον,
A fearful, afraid of, κ. ἦν, = κατεφοβεῖτο, c. acc.,

ἐλέφαντας Plb.1.39.12

;

τὸ μέλλον Id.3.107.15

; κ. ἦν μή . . Id.10.7.7: abs.,

κ. γίγνεσθαι LXX Pr.29.16

, cf. Ath. [voice] Med. ap. Orib.inc.21.3;

κ. βίος Plu.Dio 4

.
II [voice] Act., terrifying,

μήνυσις PSI6.684.17

(iv/v A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάφοβος — fearful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφοβος — η, ο (AM κατάφοβος, ον) περιδεής, περίφοβος, γεμάτος φόβο, («ἦσαν κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», Πολ.) αρχ. αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φοβος (< φόβος), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κατάφοβον — κατάφοβος fearful masc/fem acc sg κατάφοβος fearful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόβου — κατάφοβος fearful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόβους — κατάφοβος fearful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόβων — κατάφοβος fearful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφοβοι — κατάφοβος fearful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφοβώ — καταφοβῶ, έω (Α) [κατάφοβος] (επιτ. τ. τού φοβώ) φοβίζω κάποιον πολύ, προξενώ μεγάλο φόβο σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”